Definify.com

Definition 2024


ακατανόητα

ακατανόητα

Greek

Adjective

ακατανόητα (akatanóita)

  1. Nominative neuter plural form of ακατανόητος (akatanóitos).
  2. Accusative neuter plural form of ακατανόητος (akatanóitos).
  3. Vocative neuter plural form of ακατανόητος (akatanóitos).