Definify.com

Definition 2024


ακατανόητοι

ακατανόητοι

Greek

Adjective

ακατανόητοι (akatanóitoi)

  1. Nominative masculine plural form of ακατανόητος (akatanóitos).
  2. Vocative masculine plural form of ακατανόητος (akatanóitos).