Definify.com
Definition 2024
ακολουθώ
ακολουθώ
Greek
Alternative forms
- ακολουθάω (akoloutháo)
Verb
ακολουθώ • (akolouthó) (simple past ακολούθησα, passive form ακολουθούμαι or ακολουθιέμαι)
- follow, pursue
- Ακολούθησε τον Οδυσσέα στην αυλή. ― Akoloúthise ton Odysséa stin avlí. ― She followed Odysseas into the yard.
- follow, come next
- go with, escort
- follow, listen to
Conjugation
ακολουθώ
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | ακολουθώ, ακολουθάω | ακολουθούσα, ακολούθαγα | θα ακολουθώ, θα ακολουθάω | να ακολουθώ, να ακολουθάω | |
2s | ακολουθείς, ακολουθάς | ακολουθούσες, ακολούθαγες | θα ακολουθάς, θα ακολουθείς | να ακολουθάς, να ακολουθείς | — |
3s | ακολουθεί, ακολουθάει, ακολουθά | ακολουθούσε, ακολούθαγε | θα ακολουθά, θα ακολουθεί, θα ακολουθάει | να ακολουθά, να ακολουθεί, να ακολουθάει | |
1p | ακολουθάμε, ακολουθούμε | ακολουθούσαμε, ακολουθάγαμε | θα ακολουθούμε | να ακολουθούμε | |
2p | ακολουθάτε, ακολουθείτε | ακολουθούσατε, ακολουθάγατε | θα ακολουθάτε, θα ακολουθείτε | να ακολουθάτε, να ακολουθείτε | ακολουθείτε |
3p | ακολουθάνε, ακολουθάν, ακολουθούν, ακολουθούνε | ακολουθούσαν, ακολουθούσανε, ακολούθαγαν, ακολουθάγανε | θα ακολουθούν, θα ακολουθούνε, θα ακολουθάνε, θα ακολουθάν | να ακολουθούν, να ακολουθούνε, να ακολουθάνε, να ακολουθάν | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | ακολουθήσω | ακολούθησα | θα ακολουθήσω | να ακολουθήσω | |
2s | ακολουθήσεις | ακολούθησες | θα ακολουθήσεις | να ακολουθήσεις | ακολούθησε |
3s | ακολουθήσει | ακολούθησε | θα ακολουθήσει | να ακολουθήσει | |
1p | ακολουθήσουμε, ακολουθήσομε | ακολουθήσαμε | θα ακολουθήσουμε, θα ακολουθήσομε | να ακολουθήσουμε, να ακολουθήσομε | |
2p | ακολουθήσετε | ακολουθήσατε | θα ακολουθήσετε | να ακολουθήσετε | ακολουθήστε |
3p | ακολουθήσουν, ακολουθήσουνε | ακολούθησαν, ακολουθήσανε, ακολουθήσαν | θα ακολουθήσουν, θα ακολουθήσουνε | να ακολουθήσουν, να ακολουθήσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω ακολουθήσει | είχα ακολουθήσει | θα έχω ακολουθήσει | να έχω ακολουθήσει | |
2s | έχεις ακολουθήσει | είχες ακολουθήσει | θα έχεις ακολουθήσει | να έχεις ακολουθήσει | |
3s | έχει ακολουθήσει | είχε ακολουθήσει | θα έχει ακολουθήσει | να έχει ακολουθήσει | |
1p | έχουμε ακολουθήσει | είχαμε ακολουθήσει | θα έχουμε ακολουθήσει | να έχουμε ακολουθήσει | |
2p | έχετε ακολουθήσει | είχατε ακολουθήσει | θα έχετε ακολουθήσει | να έχετε ακολουθήσει | |
3p | έχουν ακολουθήσει | είχαν ακολουθήσει | θα έχουν ακολουθήσει | να έχουν ακολουθήσει | |
Participle: | ακολουθώντας | Non-finite ‡ | ακολουθήσει | 60/73, ησ, 2AB1d, 2AΒ1 | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Related terms
- ακολουθία f (akolouthía, “entourage, service, sequence”)
- ακόλουθος m, f (akólouthos, “attendant”)
- ακόλουθος (akólouthos, “following”, adj)
- ακολούθως (akoloúthos, “afterwards”, adverb)
- επακολουθώ (epakolouthó, “to follow as a consequence”)