Definify.com
Definition 2025
ακρωνύμιο
ακρωνύμιο
Greek
Noun
ακρωνύμιο • (akronýmio) n (plural ακρωνύμια)
Declension
declension of ακρωνύμιο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ακρωνύμιο | ακρωνύμια |
genitive | ακρωνυμίου | ακρωνυμίων |
accusative | ακρωνύμιο | ακρωνύμια |
vocative | ακρωνύμιο | ακρωνύμια |
See also
- συντομογραφία f (syntomografía, “abbreviation”)
- αρκτικόλεξο n (arktikólexo, “initialism”)