Definify.com
Definition 2025
αρκτικόλεξο
αρκτικόλεξο
Greek
Noun
αρκτικόλεξο • (arktikólexo) n (plural αρκτικόλεξα)
Declension
declension of αρκτικόλεξο
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | αρκτικόλεξο | αρκτικόλεξα | |
genitive | αρκτικόλεξου | αρκτικόλεξων | |
accusative | αρκτικόλεξο | αρκτικόλεξα | |
vocative | αρκτικόλεξο | αρκτικόλεξα | |
The form αρκτικολέξων is also found. |
See also
- ακρωνύμιο n (akronýmio, “initialism”)
- συντομογραφία f (syntomografía, “abbreviation”)