Definify.com

Definition 2024


ακρωτηριάζομαι

ακρωτηριάζομαι

Greek

Verb

ακρωτηριάζομαι (akrotiriázomai) (simple past ακρωτηριάστηκα, active form ακρωτηριάζω, passive)

  1. passive of ακρωτηριάζω (akrotiriázo)

Conjugation