Definify.com
Definition 2025
αλατιστός
αλατιστός
Greek
Adjective
αλατιστός • (alatistós) m (feminine αλατιστή, neuter αλατιστό)
Declension
positive forms of αλατιστός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αλατιστός | αλατιστή | αλατιστό | αλατιστοί | αλατιστές | αλατιστά |
genitive | αλατιστού | αλατιστής | αλατιστού | αλατιστών | αλατιστών | αλατιστών |
accusative | αλατιστό | αλατιστή | αλατιστό | αλατιστούς | αλατιστές | αλατιστά |
vocative | αλατιστέ | αλατιστή | αλατιστό | αλατιστοί | αλατιστές | αλατιστά |
Synonyms
- παστός (pastós)
Related terms
- see also: αλάτι n (aláti, “salt”)