Definify.com
Definition 2024
αλγοριθμικού
αλγοριθμικού
Greek
Adjective
αλγοριθμικού • (algorithmikoú)
- Genitive masculine singular form of αλγοριθμικός (algorithmikós).
- Genitive neuter singular form of αλγοριθμικός (algorithmikós).
αλγοριθμικού • (algorithmikoú)