Definify.com
Definition 2024
αλγοριθμικός
αλγοριθμικός
Greek
Adjective
αλγοριθμικός • (algorithmikós) m (feminine αλγοριθμική, neuter αλγοριθμικό)
Declension
positive forms of αλγοριθμικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αλγοριθμικός | αλγοριθμική | αλγοριθμικό | αλγοριθμικοί | αλγοριθμικές | αλγοριθμικά |
genitive | αλγοριθμικού | αλγοριθμικής | αλγοριθμικού | αλγοριθμικών | αλγοριθμικών | αλγοριθμικών |
accusative | αλγοριθμικό | αλγοριθμική | αλγοριθμικό | αλγοριθμικούς | αλγοριθμικές | αλγοριθμικά |
vocative | αλγοριθμικέ | αλγοριθμική | αλγοριθμικό | αλγοριθμικοί | αλγοριθμικές | αλγοριθμικά |
Related terms
- αλγόριθμος m (algórithmos, “algorithm”)