Definify.com
Definition 2025
αληθινός
αληθινός
See also: ἀληθινός
Greek
Adjective
αληθινός • (alithinós) m (feminine αληθινή, neuter αληθινό)
Declension
positive forms of αληθινός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αληθινός | αληθινή | αληθινό | αληθινοί | αληθινές | αληθινά |
genitive | αληθινού | αληθινής | αληθινού | αληθινών | αληθινών | αληθινών |
accusative | αληθινό | αληθινή | αληθινό | αληθινούς | αληθινές | αληθινά |
vocative | αληθινέ | αληθινή | αληθινό | αληθινοί | αληθινές | αληθινά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αληθινός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αληθινός, etc.) |
Related terms
- see: αλήθεια f (alítheia, “truth”)