Definify.com
Definition 2025
αλλάζω
αλλάζω
Greek
Verb
αλλάζω • (allázo) (simple past άλλαξα, passive form αλλάζομαι)
Conjugation
αλλάζω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | αλλάζω | άλλαζα | θα αλλάζω | να αλλάζω | |
2s | αλλάζεις | άλλαζες | θα αλλάζεις | να αλλάζεις | άλλαζε |
3s | αλλάζει | άλλαζε | θα αλλάζει | να αλλάζει | |
1p | αλλάζουμε, αλλάζομε | αλλάζαμε | θα αλλάζουμε, αλλάζομε | να αλλάζουμε, αλλάζομε | |
2p | αλλάζετε | αλλάζατε | θα αλλάζετε | να αλλάζετε | αλλάζετε |
3p | αλλάζουν, αλλάζουνε | άλλαζαν, αλλάζαν, αλλάζανε | θα αλλάζουν, αλλάζουνε | να αλλάζουν, αλλάζουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | αλλάξω | άλλαξα | θα αλλάξω | να αλλάξω | |
2s | αλλάξεις | άλλαξες | θα αλλάξεις | να αλλάξεις | άλλαξε |
3s | αλλάξει | άλλαξε | θα αλλάξει | να αλλάξει | |
1p | αλλάξουμε, αλλάξομε | αλλάξαμε | θα αλλάξουμε, αλλάξομε | να αλλάξουμε, αλλάξομε | |
2p | αλλάξετε | αλλάξατε | θα αλλάξετε | να αλλάξετε | αλλάξτε, αλλάχτε |
3p | αλλάξουν, αλλάξουνε | άλλαξαν, αλλάξαν, αλλάξανε | θα αλλάξουν, αλλάξουνε | να αλλάξουν, αλλάξουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω αλλάξει | είχα αλλάξει | θα έχω αλλάξει | να έχω αλλάξει | |
2s | έχεις αλλάξει | είχες αλλάξει | θα έχεις αλλάξει | να έχεις αλλάξει | έχε αλλαγμένο |
3s | έχει αλλάξει | είχε αλλάξει | θα έχει αλλάξει | να έχει αλλάξει | |
1p | έχουμε αλλάξει | είχαμε αλλάξει | θα έχουμε αλλάξει | να έχουμε αλλάξει | |
2p | έχετε αλλάξει | είχατε αλλάξει | θα έχετε αλλάξει | να έχετε αλλάξει | έχετε αλλαγμένο |
3p | έχουν αλλάξει | είχαν αλλάξει | θα έχουν αλλάξει | να έχουν αλλάξει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) αλλαγμένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) αλλαγμένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) αλλαγμένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) αλλαγμένο | ||||
Participle: | αλλάζοντας | Non-finite ‡ | αλλάξει | 23, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Derived terms
- αλλάζω τον αδόξαστο (allázo ton adóxasto, “to give someone a hard time, to give someone what for”)