Definify.com
Definition 2025
αμερόληπτος
αμερόληπτος
Greek
Adjective
αμερόληπτος • (ameróliptos) m (feminine αμερόληπτη, neuter αμερόληπτο)
Declension
positive forms of αμερόληπτος
| number case / gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | αμερόληπτος | αμερόληπτη | αμερόληπτο | αμερόληπτοι | αμερόληπτες | αμερόληπτα |
| genitive | αμερόληπτου | αμερόληπτης | αμερόληπτου | αμερόληπτων | αμερόληπτων | αμερόληπτων |
| accusative | αμερόληπτο | αμερόληπτη | αμερόληπτο | αμερόληπτους | αμερόληπτες | αμερόληπτα |
| vocative | αμερόληπτε | αμερόληπτη | αμερόληπτο | αμερόληπτοι | αμερόληπτες | αμερόληπτα |
| derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αμερόληπτος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αμερόληπτος, etc.) |
|||||
Synonyms
- αντικειμενικός (antikeimenikós, “objective”)