Definify.com

Definition 2024


αμοιβαίος

αμοιβαίος

Greek

Adjective

αμοιβαίος (amoivaíos) m (feminine αμοιβαία, neuter αμοιβαίο)

  1. mutual, reciprocal
    Τα συναισθήματά τους είναι αμοιβαία.
    Their feelings are mutual.

Declension

See also