Definify.com

Definition 2024


αμπαρώνομαι

αμπαρώνομαι

Greek

Verb

αμπαρώνομαι (amparónomai) (simple past αμπαρώθηκα, active form αμπαρώνω, passive)

  1. passive of αμπαρώνω (amparóno)

Conjugation