Definify.com
Definition 2024
ανήσυχος
ανήσυχος
Greek
Adjective
ανήσυχος • (anísychos) m (feminine ανήσυχη, neuter ανήσυχο)
Declension
positive forms of ανήσυχος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανήσυχος | ανήσυχη | ανήσυχο | ανήσυχοι | ανήσυχες | ανήσυχα |
genitive | ανήσυχου | ανήσυχης | ανήσυχου | ανήσυχων | ανήσυχων | ανήσυχων |
accusative | ανήσυχο | ανήσυχη | ανήσυχο | ανήσυχους | ανήσυχες | ανήσυχα |
vocative | ανήσυχε | ανήσυχη | ανήσυχο | ανήσυχοι | ανήσυχες | ανήσυχα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανήσυχος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανήσυχος, etc.) |