Definify.com

Definition 2024


αναγκάζω

αναγκάζω

See also: ἀναγκάζω

Greek

Verb

αναγκάζω (anankázo) (simple past ανάγκασα, passive form αναγκάζομαι)

  1. compel, coerce
  2. obligate

Conjugation