Definify.com

Definition 2024


αναθεματίζομαι

αναθεματίζομαι

Greek

Verb

αναθεματίζομαι (anathematízomai) (simple past αναθεματίστηκα, active form αναθεματίζω, passive)

  1. passive of αναθεματίζω (anathematízo)

Conjugation