Definify.com

Definition 2024


αναλυτικός

αναλυτικός

Greek

Adjective

αναλυτικός (analytikós) m (feminine αναλυτική, neuter αναλυτικό)

  1. analytical, analytic
    αναλυτικό μυαλόanalytikó myaló ― analytical mind
    αναλυτική χημείαanalytikí chimeía ― analytical chemistry

Declension

Related terms