Definify.com
Definition 2024
αναμνηστικού
αναμνηστικού
Greek
Adjective
αναμνηστικού • (anamnistikoú)
- Genitive masculine singular form of αναμνηστικός (anamnistikós).
- Genitive neuter singular form of αναμνηστικός (anamnistikós).
Noun
αναμνηστικού • (anamnistikoú) n
- Genitive singular form of αναμνηστικό (anamnistikó).