Definify.com

Definition 2024


αναμνηστικό

αναμνηστικό

Greek

Noun

αναμνηστικό (anamnistikó) n (plural αναμνηστικά)

  1. souvenir, memento, keepsake

Declension

Synonyms

Adjective

αναμνηστικό (anamnistikó)

  1. Accusative masculine singular form of αναμνηστικός (anamnistikós).
  2. Nominative, accusative and vocative neuter singular form of αναμνηστικός (anamnistikós).