Definify.com
Definition 2025
αναπαραγωγές
αναπαραγωγές
Greek
Noun
αναπαραγωγές • (anaparagogés) f
- Nominative plural form of αναπαραγωγή (anaparagogí).
- Accusative plural form of αναπαραγωγή (anaparagogí).
- Vocative plural form of αναπαραγωγή (anaparagogí).