Definify.com
Definition 2025
ανατολίτικος
ανατολίτικος
Greek
Adjective
ανατολίτικος • (anatolítikos) m
Declension
positive forms of ανατολίτικος
| number case / gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | ανατολίτικος | ανατολίτικη | ανατολίτικο | ανατολίτικοι | ανατολίτικες | ανατολίτικα |
| genitive | ανατολίτικου | ανατολίτικης | ανατολίτικου | ανατολίτικων | ανατολίτικων | ανατολίτικων |
| accusative | ανατολίτικο | ανατολίτικη | ανατολίτικο | ανατολίτικους | ανατολίτικες | ανατολίτικα |
| vocative | ανατολίτικε | ανατολίτικη | ανατολίτικο | ανατολίτικοι | ανατολίτικες | ανατολίτικα |
| derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανατολίτικος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανατολίτικος, etc.) |
|||||
Related terms
- see: ανατολή f (anatolí, “sunrise, dawn, east”)