Definify.com
Definition 2024
αναφορικός
αναφορικός
Greek
Adjective
αναφορικός • (anaforikós) m (feminine αναφορική, neuter αναφορικό)
Declension
positive forms of αναφορικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αναφορικός | αναφορική | αναφορικό | αναφορικοί | αναφορικές | αναφορικά |
genitive | αναφορικού | αναφορικής | αναφορικού | αναφορικών | αναφορικών | αναφορικών |
accusative | αναφορικό | αναφορική | αναφορικό | αναφορικούς | αναφορικές | αναφορικά |
vocative | αναφορικέ | αναφορική | αναφορικό | αναφορικοί | αναφορικές | αναφορικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αναφορικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αναφορικός, etc.) |
Synonyms
Related terms
- αναφορά f (anaforá, “reference, report”)