Definify.com

Definition 2024


αναχαιτίζομαι

αναχαιτίζομαι

Greek

Verb

αναχαιτίζομαι (anachaitízomai) (simple past αναχαιτίστηκα, active form αναχαιτίζω, passive)

  1. passive of αναχαιτίζω (anachaitízo)

Conjugation