Definify.com
Definition 2025
ανδροπρεπής
ανδροπρεπής
Greek
Adjective
ανδροπρεπής • (androprepís) m (feminine ανδροπρεπής, neuter ανδροπρεπές)
Declension
positive forms of ανδροπρεπής
| number case / gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | ανδροπρεπής | ανδροπρεπής | ανδροπρεπές | ανδροπρεπείς | ανδροπρεπείς | ανδροπρεπή |
| genitive | ανδροπρεπούς | ανδροπρεπούς | ανδροπρεπούς | ανδροπρεπών | ανδροπρεπών | ανδροπρεπών |
| accusative | ανδροπρεπή | ανδροπρεπή | ανδροπρεπές | ανδροπρεπείς | ανδροπρεπείς | ανδροπρεπή |
| derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανδροπρεπής, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανδροπρεπής, etc.) |
|||||
degrees of comparison by suffixation
| comparative | singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | ανδροπρεπέστερος | ανδροπρεπέστερη | ανδροπρεπέστερο | ανδροπρεπέστεροι | ανδροπρεπέστερες | ανδροπρεπέστερα |
| genitive | ανδροπρεπέστερου | ανδροπρεπέστερης | ανδροπρεπέστερου | ανδροπρεπέστερων | ανδροπρεπέστερων | ανδροπρεπέστερων |
| accusative | ανδροπρεπέστερο | ανδροπρεπέστερη | ανδροπρεπέστερο | ανδροπρεπέστερους | ανδροπρεπέστερες | ανδροπρεπέστερα |
| vocative | ανδροπρεπέστερε | ανδροπρεπέστερη | ανδροπρεπέστερο | ανδροπρεπέστεροι | ανδροπρεπέστερες | ανδροπρεπέστερα |
| derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ανδροπρεπέστερος", etc) | |||||
| absolute superlative | singular | plural | ||||
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | ανδροπρεπέστατος | ανδροπρεπέστατη | ανδροπρεπέστατο | ανδροπρεπέστατοι | ανδροπρεπέστατες | ανδροπρεπέστατα |
| genitive | ανδροπρεπέστατου | ανδροπρεπέστατης | ανδροπρεπέστατου | ανδροπρεπέστατων | ανδροπρεπέστατων | ανδροπρεπέστατων |
| accusative | ανδροπρεπέστατο | ανδροπρεπέστατη | ανδροπρεπέστατο | ανδροπρεπέστατους | ανδροπρεπέστατες | ανδροπρεπέστατα |
| vocative | ανδροπρεπέστατε | ανδροπρεπέστατη | ανδροπρεπέστατο | ανδροπρεπέστατοι | ανδροπρεπέστατες | ανδροπρεπέστατα |
Synonyms
- αγορίστικος (agorístikos, “boyish”)
Antonyms
- θηλυπρεπής (thilyprepís, “feminine”)