Definify.com
Definition 2024
ανησυχώ
ανησυχώ
Greek
Verb
ανησυχώ • (anisychó) (simple past ανησύχησα)
Conjugation
ανησυχώ
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | ανησυχώ | ανησυχούσα | θα ανησυχώ | να ανησυχώ | |
2s | ανησυχείς | ανησυχούσες | θα ανησυχείς | να ανησυχείς | — |
3s | ανησυχεί | ανησυχούσε | θα ανησυχεί | να ανησυχεί | |
1p | ανησυχούμε | ανησυχούσαμε | θα ανησυχούμε | να ανησυχούμε | |
2p | ανησυχείτε | ανησυχούσατε | θα ανησυχείτε | να ανησυχείτε | ανησυχείτε |
3p | ανησυχούν, ανησυχούνε | ανησυχούσαν, ανησυχούσανε | θα ανησυχούν, θα ανησυχούνε | να ανησυχούν, να ανησυχούνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | ανησυχήσω | ανησύχησα | θα ανησυχήσω | να ανησυχήσω | |
2s | ανησυχήσεις | ανησύχησες | θα ανησυχήσεις | να ανησυχήσεις | ανησύχησε |
3s | ανησυχήσει | ανησύχησε | θα ανησυχήσει | να ανησυχήσει | |
1p | ανησυχήσουμε, ανησυχήσομε | ανησυχήσαμε | θα ανησυχήσουμε, θα ανησυχήσομε | να ανησυχήσουμε, να ανησυχήσομε | |
2p | ανησυχήσετε | ανησυχήσατε | θα ανησυχήσετε | να ανησυχήσετε | ανησυχήστε, ανησυχήσετε |
3p | ανησυχήσουν, ανησυχήσουνε | ανησύχησαν, ανησυχήσαν, ανησυχήσανε | θα ανησυχήσουν, θα ανησυχήσουνε | να ανησυχήσουν, να ανησυχήσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω ανησυχήσει | είχα ανησυχήσει | θα έχω ανησυχήσει | να έχω ανησυχήσει | |
2s | έχεις ανησυχήσει | είχες ανησυχήσει | θα έχεις ανησυχήσει | να έχεις ανησυχήσει | |
3s | έχει ανησυχήσει | είχε ανησυχήσει | θα έχει ανησυχήσει | να έχει ανησυχήσει | |
1p | έχουμε ανησυχήσει | είχαμε ανησυχήσει | θα έχουμε ανησυχήσει | να έχουμε ανησυχήσει | |
2p | έχετε ανησυχήσει | είχατε ανησυχήσει | θα έχετε ανησυχήσει | να έχετε ανησυχήσει | |
3p | έχουν ανησυχήσει | είχαν ανησυχήσει | θα έχουν ανησυχήσει | να έχουν ανησυχήσει | |
Participle: | ανησυχώντας | Non-finite ‡ | ανησυχήσει | 73, ησ, 2B1d, 2Β1 | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||