Definify.com

Definition 2024


ανθρακικό

ανθρακικό

Greek

Noun

ανθρακικό (anthrakikó) n (plural ανθρακικά)

  1. carbonic acid, carbon dioxide (used in beverages)
    με ανθρακικό   (carbonated, fizzy)
    μια πορτοκαλάδα με ανθρακικό   (carbonated orange drink)
    χωρίς ανθρακικό   (not carbonated, still)
    μια πορτοκαλάδα χωρίς ανθρακικό   (still orange drink)

Declension

Related terms

  • διττανθρακικό n (dittanthrakikó, bicarbonate)

Adjective

ανθρακικό (anthrakikó)

  1. Accusative masculine singular form of ανθρακικός (anthrakikós).
  2. Nominative, accusative and vocative neuter singular form of ανθρακικός (anthrakikós).