Definify.com
Definition 2025
ανιχνεύσιμος
ανιχνεύσιμος
Greek
Adjective
ανιχνεύσιμος • (anichnéfsimos) m (feminine ανιχνεύσιμη, neuter ανιχνεύσιμο)
Declension
positive forms of ανιχνεύσιμος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανιχνεύσιμος | ανιχνεύσιμη | ανιχνεύσιμο | ανιχνεύσιμοι | ανιχνεύσιμες | ανιχνεύσιμα |
genitive | ανιχνεύσιμου | ανιχνεύσιμης | ανιχνεύσιμου | ανιχνεύσιμων | ανιχνεύσιμων | ανιχνεύσιμων |
accusative | ανιχνεύσιμο | ανιχνεύσιμη | ανιχνεύσιμο | ανιχνεύσιμους | ανιχνεύσιμες | ανιχνεύσιμα |
vocative | ανιχνεύσιμε | ανιχνεύσιμη | ανιχνεύσιμο | ανιχνεύσιμοι | ανιχνεύσιμες | ανιχνεύσιμα |
Related terms
- see: ανιχνεύω (anichnévo, “to scout, to detect”)