Definify.com

Definition 2025


ανταλλάζομαι

ανταλλάζομαι

Greek

Verb

ανταλλάζομαι (antallázomai) (simple past ανταλλάχτηκα, active form ανταλλάζω, passive)

  1. passive of ανταλλάζω (antallázo)

Conjugation