Definify.com

Definition 2025


ανταμώνομαι

ανταμώνομαι

Greek

Verb

ανταμώνομαι (antamónomai) (simple past ανταμώθηκα, active form ανταμώνω, passive)

  1. passive of ανταμώνω (antamóno)

Conjugation