Definify.com
Definition 2025
αντιβιοτικός
αντιβιοτικός
Greek
Adjective
αντιβιοτικός • (antiviotikós) m (feminine αντιβιοτική, neuter αντιβιοτικό)
Declension
 positive forms of αντιβιοτικός
| number  case / gender  | 
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | αντιβιοτικός | αντιβιοτική | αντιβιοτικό | αντιβιοτικοί | αντιβιοτικές | αντιβιοτικά | 
| genitive | αντιβιοτικού | αντιβιοτικής | αντιβιοτικού | αντιβιοτικών | αντιβιοτικών | αντιβιοτικών | 
| accusative | αντιβιοτικό | αντιβιοτική | αντιβιοτικό | αντιβιοτικούς | αντιβιοτικές | αντιβιοτικά | 
| vocative | αντιβιοτικέ | αντιβιοτική | αντιβιοτικό | αντιβιοτικοί | αντιβιοτικές | αντιβιοτικά | 
| derivations |  comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αντιβιοτικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αντιβιοτικός, etc.)  | 
|||||