Definify.com
Definition 2025
αντιγραμματικός
αντιγραμματικός
Greek
Adjective
αντιγραμματικός • (antigrammatikós) m (feminine αντιγραμματική, neuter αντιγραμματικό)
Declension
positive forms of αντιγραμματικός
| number case / gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | αντιγραμματικός | αντιγραμματική | αντιγραμματικό | αντιγραμματικοί | αντιγραμματικές | αντιγραμματικά |
| genitive | αντιγραμματικού | αντιγραμματικής | αντιγραμματικού | αντιγραμματικών | αντιγραμματικών | αντιγραμματικών |
| accusative | αντιγραμματικό | αντιγραμματική | αντιγραμματικό | αντιγραμματικούς | αντιγραμματικές | αντιγραμματικά |
| vocative | αντιγραμματικέ | αντιγραμματική | αντιγραμματικό | αντιγραμματικοί | αντιγραμματικές | αντιγραμματικά |
Antonyms
- γραμματικός (grammatikós)