Definify.com
Definition 2025
αντικαταθλιπτικοί
αντικαταθλιπτικοί
Greek
Adjective
αντικαταθλιπτικοί • (antikatathliptikoí)
- Nominative masculine plural form of αντικαταθλιπτικός (antikatathliptikós).
- Vocative masculine plural form of αντικαταθλιπτικός (antikatathliptikós).