Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
αντιστράτηγοι
αντιστράτηγοι
Greek
Noun
αντιστράτηγοι
•
(
antistrátigoi
)
m
Nominative
and
vocative
plural
form of
αντιστράτηγος
(
antistrátigos
)
.
Similar Results