Definify.com
Definition 2024
ανόητος
ανόητος
Greek
Adjective
ανόητος • (anóitos) m (feminine ανόητη, neuter ανόητο)
Declension
positive forms of ανόητος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανόητος | ανόητη | ανόητο | ανόητοι | ανόητες | ανόητα |
genitive | ανόητου | ανόητης | ανόητου | ανόητων | ανόητων | ανόητων |
accusative | ανόητο | ανόητη | ανόητο | ανόητους | ανόητες | ανόητα |
vocative | ανόητε | ανόητη | ανόητο | ανόητοι | ανόητες | ανόητα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανόητος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανόητος, etc.) |
Synonyms
- άνους (ánous)
Related terms
- ανοηταίνω (anoitaíno, “to be foolish”)
- ανόητως (anóitos, “foolishly”)