Definify.com

Definition 2024


ανόητος

ανόητος

Greek

Adjective

ανόητος (anóitos) m (feminine ανόητη, neuter ανόητο)

  1. foolish, stupid

Declension

Synonyms

Related terms

  • ανοηταίνω (anoitaíno, to be foolish)
  • ανόητως (anóitos, foolishly)