Definify.com
Definition 2025
απασχόληση
απασχόληση
Greek
Noun
απασχόληση • (apaschólisi) f (plural απασχολήσεις)
Declension
declension of απασχόληση
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | απασχόληση | απασχολήσεις |
| genitive | απασχόλησης / απασχολήσεως | απασχολήσεων |
| accusative | απασχόληση | απασχολήσεις |
| vocative | απασχόληση | απασχολήσεις |
Related terms
- απασχολημένος (apascholiménos, “busy”, participle)
- απασχόληση f (apaschólisi, “work, employment”)