Definify.com

Definition 2024


απλοποιούμαι

απλοποιούμαι

Greek

Verb

απλοποιούμαι (aplopoioúmai) (simple past απλοποιήθηκα, active form απλοποιώ, passive)

  1. passive of απλοποιώ (aplopoió)

Conjugation