Definify.com
Definition 2025
απογαλακτίζω
απογαλακτίζω
Greek
Verb
απογαλακτίζω • (apogalaktízo) (simple past απογαλάκτισα, passive form απογαλακτίζομαι)
- wean (infant)
Conjugation
απογαλακτίζω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | απογαλακτίζω | απογαλάκτιζα | θα απογαλακτίζω | να απογαλακτίζω | |
2s | απογαλακτίζεις | απογαλάκτιζες | θα απογαλακτίζεις | να απογαλακτίζεις | απογαλάκτιζε |
3s | απογαλακτίζει | απογαλάκτιζε | θα απογαλακτίζει | να απογαλακτίζει | |
1p | απογαλακτίζουμε, απογαλακτίζομε | απογαλακτίζαμε | θα απογαλακτίζουμε, απογαλακτίζομε | να απογαλακτίζουμε, απογαλακτίζομε | |
2p | απογαλακτίζετε | απογαλακτίζατε | θα απογαλακτίζετε | να απογαλακτίζετε | απογαλακτίζετε |
3p | απογαλακτίζουν, απογαλακτίζουνε | απογαλάκτιζαν, απογαλακτίζαν, απογαλακτίζανε | θα απογαλακτίζουν, απογαλακτίζουνε | να απογαλακτίζουν, απογαλακτίζουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | απογαλακτίσω | απογαλάκτισα | θα απογαλακτίσω | να απογαλακτίσω | |
2s | απογαλακτίσεις | απογαλάκτισες | θα απογαλακτίσεις | να απογαλακτίσεις | απογαλάκτισε |
3s | απογαλακτίσει | απογαλάκτισε | θα απογαλακτίσει | να απογαλακτίσει | |
1p | απογαλακτίσουμε, απογαλακτίσομε | απογαλακτίσαμε | θα απογαλακτίσουμε, απογαλακτίσομε | να απογαλακτίσουμε, απογαλακτίσομε | |
2p | απογαλακτίσετε | απογαλακτίσατε | θα απογαλακτίσετε | να απογαλακτίσετε | απογαλακτίστε |
3p | απογαλακτίσουν, απογαλακτίσουνε | απογαλάκτισαν, απογαλακτίσαν, απογαλακτίσανε | θα απογαλακτίσουν, απογαλακτίσουνε | να απογαλακτίσουν, απογαλακτίσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω απογαλακτίσει | είχα απογαλακτίσει | θα έχω απογαλακτίσει | να έχω απογαλακτίσει | |
2s | έχεις απογαλακτίσει | είχες απογαλακτίσει | θα έχεις απογαλακτίσει | να έχεις απογαλακτίσει | |
3s | έχει απογαλακτίσει | είχε απογαλακτίσει | θα έχει απογαλακτίσει | να έχει απογαλακτίσει | |
1p | έχουμε απογαλακτίσει | είχαμε απογαλακτίσει | θα έχουμε απογαλακτίσει | να έχουμε απογαλακτίσει | |
2p | έχετε απογαλακτίσει | είχατε απογαλακτίσει | θα έχετε απογαλακτίσει | να έχετε απογαλακτίσει | |
3p | έχουν απογαλακτίσει | είχαν απογαλακτίσει | θα έχουν απογαλακτίσει | να έχουν απογαλακτίσει | |
Participle: | απογαλακτίζοντας | Non-finite ‡ | απογαλακτίσει | 33, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||