Definify.com

Definition 2024


αποδοκιμάζομαι

αποδοκιμάζομαι

Greek

Verb

αποδοκιμάζομαι (apodokimázomai) (simple past αποδοκιμάστηκα, active form αποδοκιμάζω, passive)

  1. passive of αποδοκιμάζω (apodokimázo)

Conjugation