Definify.com
Definition 2024
αποθησαυρίζω
αποθησαυρίζω
Greek
Verb
αποθησαυρίζω • (apothisavrízo) (simple past αποθησαύρισα, passive form αποθησαυρίζομαι)
Conjugation
αποθησαυρίζω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | αποθησαυρίζω | αποθησαύριζα | θα αποθησαυρίζω | να αποθησαυρίζω | |
2s | αποθησαυρίζεις | αποθησαύριζες | θα αποθησαυρίζεις | να αποθησαυρίζεις | αποθησαύριζε |
3s | αποθησαυρίζει | αποθησαύριζε | θα αποθησαυρίζει | να αποθησαυρίζει | |
1p | αποθησαυρίζουμε, αποθησαυρίζομε | αποθησαυρίζαμε | θα αποθησαυρίζουμε, αποθησαυρίζομε | να αποθησαυρίζουμε, αποθησαυρίζομε | |
2p | αποθησαυρίζετε | αποθησαυρίζατε | θα αποθησαυρίζετε | να αποθησαυρίζετε | αποθησαυρίζετε |
3p | αποθησαυρίζουν, αποθησαυρίζουνε | αποθησαύριζαν, αποθησαυρίζαν, αποθησαυρίζανε | θα αποθησαυρίζουν, αποθησαυρίζουνε | να αποθησαυρίζουν, αποθησαυρίζουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | αποθησαυρίσω | αποθησαύρισα | θα αποθησαυρίσω | να αποθησαυρίσω | |
2s | αποθησαυρίσεις | αποθησαύρισες | θα αποθησαυρίσεις | να αποθησαυρίσεις | αποθησαύρισε |
3s | αποθησαυρίσει | αποθησαύρισε | θα αποθησαυρίσει | να αποθησαυρίσει | |
1p | αποθησαυρίσουμε, αποθησαυρίσομε | αποθησαυρίσαμε | θα αποθησαυρίσουμε, αποθησαυρίσομε | να αποθησαυρίσουμε, αποθησαυρίσομε | |
2p | αποθησαυρίσετε | αποθησαυρίσατε | θα αποθησαυρίσετε | να αποθησαυρίσετε | αποθησαυρίστε |
3p | αποθησαυρίσουν, αποθησαυρίσουνε | αποθησαύρισαν, αποθησαυρίσαν, αποθησαυρίσανε | θα αποθησαυρίσουν, αποθησαυρίσουνε | να αποθησαυρίσουν, αποθησαυρίσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω αποθησαυρίσει | είχα αποθησαυρίσει | θα έχω αποθησαυρίσει | να έχω αποθησαυρίσει | |
2s | έχεις αποθησαυρίσει | είχες αποθησαυρίσει | θα έχεις αποθησαυρίσει | να έχεις αποθησαυρίσει | |
3s | έχει αποθησαυρίσει | είχε αποθησαυρίσει | θα έχει αποθησαυρίσει | να έχει αποθησαυρίσει | |
1p | έχουμε αποθησαυρίσει | είχαμε αποθησαυρίσει | θα έχουμε αποθησαυρίσει | να έχουμε αποθησαυρίσει | |
2p | έχετε αποθησαυρίσει | είχατε αποθησαυρίσει | θα έχετε αποθησαυρίσει | να έχετε αποθησαυρίσει | |
3p | έχουν αποθησαυρίσει | είχαν αποθησαυρίσει | θα έχουν αποθησαυρίσει | να έχουν αποθησαυρίσει | |
Participle: | αποθησαυρίζοντας | Non-finite ‡ | αποθησαυρίσει | 33, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Synonyms
- αποθηκεύω (apothikévo, “store, save”)