Definify.com

Definition 2024


αποξενώνομαι

αποξενώνομαι

Greek

Verb

αποξενώνομαι (apoxenónomai) (simple past αποξενώθηκα, active form αποξενώνω, passive)

  1. passive of αποξενώνω (apoxenóno)

Conjugation