Definify.com
Definition 2024
αποστηθίζω
αποστηθίζω
Greek
Verb
αποστηθίζω • (apostithízo) (simple past αποστήθισα, passive form αποστηθίζομαι)
Conjugation
αποστηθίζω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | αποστηθίζω | αποστήθιζα | θα αποστηθίζω | να αποστηθίζω | |
2s | αποστηθίζεις | αποστήθιζες | θα αποστηθίζεις | να αποστηθίζεις | αποστήθιζε |
3s | αποστηθίζει | αποστήθιζε | θα αποστηθίζει | να αποστηθίζει | |
1p | αποστηθίζουμε, αποστηθίζομε | αποστηθίζαμε | θα αποστηθίζουμε, αποστηθίζομε | να αποστηθίζουμε, αποστηθίζομε | |
2p | αποστηθίζετε | αποστηθίζατε | θα αποστηθίζετε | να αποστηθίζετε | αποστηθίζετε |
3p | αποστηθίζουν, αποστηθίζουνε | αποστήθιζαν, αποστηθίζαν, αποστηθίζανε | θα αποστηθίζουν, αποστηθίζουνε | να αποστηθίζουν, αποστηθίζουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | αποστηθίσω | αποστήθισα | θα αποστηθίσω | να αποστηθίσω | |
2s | αποστηθίσεις | αποστήθισες | θα αποστηθίσεις | να αποστηθίσεις | αποστήθισε |
3s | αποστηθίσει | αποστήθισε | θα αποστηθίσει | να αποστηθίσει | |
1p | αποστηθίσουμε, αποστηθίσομε | αποστηθίσαμε | θα αποστηθίσουμε, αποστηθίσομε | να αποστηθίσουμε, αποστηθίσομε | |
2p | αποστηθίσετε | αποστηθίσατε | θα αποστηθίσετε | να αποστηθίσετε | αποστηθίστε |
3p | αποστηθίσουν, αποστηθίσουνε | αποστήθισαν, αποστηθίσαν, αποστηθίσανε | θα αποστηθίσουν, αποστηθίσουνε | να αποστηθίσουν, αποστηθίσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω αποστηθίσει | είχα αποστηθίσει | θα έχω αποστηθίσει | να έχω αποστηθίσει | |
2s | έχεις αποστηθίσει | είχες αποστηθίσει | θα έχεις αποστηθίσει | να έχεις αποστηθίσει | |
3s | έχει αποστηθίσει | είχε αποστηθίσει | θα έχει αποστηθίσει | να έχει αποστηθίσει | |
1p | έχουμε αποστηθίσει | είχαμε αποστηθίσει | θα έχουμε αποστηθίσει | να έχουμε αποστηθίσει | |
2p | έχετε αποστηθίσει | είχατε αποστηθίσει | θα έχετε αποστηθίσει | να έχετε αποστηθίσει | |
3p | έχουν αποστηθίσει | είχαν αποστηθίσει | θα έχουν αποστηθίσει | να έχουν αποστηθίσει | |
Participle: | αποστηθίζοντας | Non-finite ‡ | αποστηθίσει | 33, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Related terms
- αποστήθιση (apostíthisi, “memorisation”)
See also
- απέξω (apéxo, “by heart”) adv