Definify.com
Definition 2025
αποτέλεσμα
αποτέλεσμα
Greek
Noun
αποτέλεσμα • (apotélesma) n (plural αποτελέσματα)
Declension
declension of αποτέλεσμα
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | αποτέλεσμα | αποτελέσματα | 
| genitive | αποτελέσματος | αποτελεσμάτων | 
| accusative | αποτέλεσμα | αποτελέσματα | 
| vocative | αποτέλεσμα | αποτελέσματα | 
Derived terms
- αποτελεσματικά (apotelesmatiká, “effectively”)
 - αποτελεσματικός (apotelesmatikós, “effective”)
 - αποτελεσματικότητα f (apotelesmatikótita, “efficacy”)