Definify.com

Definition 2024


αποτελεσματικά

αποτελεσματικά

Greek

Adverb

αποτελεσματικά (apotelesmatiká)

  1. effectively

Related terms

Adjective

αποτελεσματικά (apotelesmatiká)

  1. Nominative, accusative and vocative neuter plural form of αποτελεσματικός (apotelesmatikós).