Definify.com
Definition 2025
αποφρακτικός
αποφρακτικός
Greek
Adjective
αποφρακτικός • (apofraktikós) m (feminine αποφρακτική, neuter αποφρακτικό)
Declension
positive forms of αποφρακτικός
| number case / gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | αποφρακτικός | αποφρακτική | αποφρακτικό | αποφρακτικοί | αποφρακτικές | αποφρακτικά |
| genitive | αποφρακτικού | αποφρακτικής | αποφρακτικού | αποφρακτικών | αποφρακτικών | αποφρακτικών |
| accusative | αποφρακτικό | αποφρακτική | αποφρακτικό | αποφρακτικούς | αποφρακτικές | αποφρακτικά |
| vocative | αποφρακτικέ | αποφρακτική | αποφρακτικό | αποφρακτικοί | αποφρακτικές | αποφρακτικά |
Derived terms
- χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια f (chrónia apofraktikí pnevmonopátheia, “chronic obstructive pulmonary disease”)