Definify.com
Definition 2024
αργός
αργός
Greek
Adjective
αργός • (argós) m (feminine αργή, neuter αργό)
Declension
positive forms of αργός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αργός | αργή | αργό | αργοί | αργές | αργά |
genitive | αργού | αργής | αργού | αργών | αργών | αργών |
accusative | αργό | αργή | αργό | αργούς | αργές | αργά |
vocative | αργέ | αργή | αργό | αργοί | αργές | αργά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αργός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αργός, etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αργότερος | αργότερη | αργότερο | αργότεροι | αργότερες | αργότερα |
genitive | αργότερου | αργότερης | αργότερου | αργότερων | αργότερων | αργότερων |
accusative | αργότερο | αργότερη | αργότερο | αργότερους | αργότερες | αργότερα |
vocative | αργότερε | αργότερη | αργότερο | αργότεροι | αργότερες | αργότερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο αργότερος", etc) | |||||
absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αργότατος | αργότατη | αργότατο | αργότατοι | αργότατες | αργότατα |
genitive | αργότατου | αργότατης | αργότατου | αργότατων | αργότατων | αργότατων |
accusative | αργότατο | αργότατη | αργότατο | αργότατους | αργότατες | αργότατα |
vocative | αργότατε | αργότατη | αργότατο | αργότατοι | αργότατες | αργότατα |
Related terms
- αργό πετρέλαιο n (argó petrélaio, “crude oil”)
- αργός σίδηρος m (argós sídiros, “pig iron”)
- αργή κίνηση f (argí kínisi, “slow motion”)