Definify.com
Definition 2024
αρχική
αρχική
Greek
Adjective
αρχική • (archikí)
- Nominative, accusative and vocative feminine singular form of αρχικός (archikós).
Derived terms
- αρχική σελίδα f (archikí selída, “home page”)
αρχική • (archikí)