Definify.com
Definition 2024
αρχιμάγειρας
αρχιμάγειρας
Greek
Alternative forms
- αρχιμάγειρος m (archimágeiros)
Noun
αρχιμάγειρας • (archimágeiras) m (plural αρχιμάγειρες, feminine αρχιμαγείρισσα)
Declension
declension of αρχιμάγειρας
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αρχιμάγειρας | αρχιμάγειρες |
genitive | αρχιμάγειρα | αρχιμαγείρων |
accusative | αρχιμάγειρα | αρχιμάγειρες |
vocative | αρχιμάγειρα | αρχιμάγειρες |