Definify.com

Definition 2024


αρχιμαγείρισσα

αρχιμαγείρισσα

Greek

Noun

αρχιμαγείρισσα (archimageírissa) m (plural αρχιμάγειροι, masculine αρχιμάγειρας or αρχιμάγειρος)

  1. head chef

Declension