Definify.com

Definition 2024


αρχιτεκτόνισσες

αρχιτεκτόνισσες

Greek

Noun

αρχιτεκτόνισσες (architektónisses) f

  1. Nominative, accusative and vocative plural form of αρχιτεκτόνισσα (architektónissa).